- ὑπερβῶ
- ὑπερβαίνωstep overaor subj act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβαίνω — υπερβαίνω, (υπερέβη υπερέβησαν), (να υπερβώ) βλ. πίν. 145 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής